-
1 παρα-κινδῡνευτικός
παρα-κινδῡνευτικός, ή, όν, waghaft, gewagt; λόγος, Plat. Soph. 242 b; παρακινδυνευτικοῠ λόγου ἅψασϑαι, Dem. 25, 43; Sp.; auch adv., ὡς προϑύμως καὶ παρακινδυνευτικῶς μέλλω λέγειν, Plat. Rep. VI, 497 e.
1 παρα-κινδῡνευτικός
παρα-κινδῡνευτικός, ή, όν, waghaft, gewagt; λόγος, Plat. Soph. 242 b; παρακινδυνευτικοῠ λόγου ἅψασϑαι, Dem. 25, 43; Sp.; auch adv., ὡς προϑύμως καὶ παρακινδυνευτικῶς μέλλω λέγειν, Plat. Rep. VI, 497 e.